- πειναλέους
- πειναλέοςhungry: masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
πειναλέους — πειναλέος hungry masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek